- κόνεως
- κόνεω̆ς , κόνιςdustfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… … Dictionary of Greek
λεπτοτομώ — (AM λεπτοτομῶ, έω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω, λειανίζω, κονιοποιώ («τῆς κόνεως, ἣν ἡ γῆ λεπτοτομοῡσα ἀναπέμπει», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τομῶ (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… … Dictionary of Greek
Γρηγοράς, Μητροφάνης — (17ος αι.).Λόγιος μοναχός. Ο Γ. καταγόταν από τη Δωδώνη και διετέλεσε ιεροκήρυκας και πατριαρχικός έξαρχος στη Μακεδονία. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για την πατριωτική του δραστηριότητα, τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος. Ένα διάστημα έζησε στο… … Dictionary of Greek
БЕДСТВИЯ СТИХИЙНЫЕ — В Свящ. Писании указывается, что землетрясение, потоп, засуха, голод, эпидемия и проч. Б. с. происходят или непосредственно по воле Божией (Лев 26. 3 4, 18; 2 Пар 7. 13; Пс 103. 32; 148. 8; Иов 37. 6; Иер 14. 22), или по Его попущению (Ам 3. 6),… … Православная энциклопедия